κτέρας

κτέρας
κτέρας
Grammatical information: n. (only nom.)
Meaning: `gift' (K 216, Ω 235, A. R. 4, 1550), usu. pl. κτέρεα, -έων `gifts for the dead, offer' (Il.)
Other forms: on -ας : -εα Schwyzer 515, Chantraine Gramm. hom. 1, 210)
Compounds: As 2. member in ἀ-κτερής `unburied' (Orac. Sibyll., H.).
Derivatives: κτερε-ΐζω (-ίξω, -ίξαι), also with ἐν-, ἐπι-, συν-, (Il.) and κτερ-ίζω (-ιω, -ίσαι; Il.) `bring gifts for the dead, bury ceremoniously' (Schwyzer 735, Debrunner IF 40, 107ff., Ruijgh L'élém. ach. 83) with κτερίσματα pl. = κτέρεα (S., E.), -ισταί H. (= ταφῆες), ἀ-κτέριστος (S., Lyc.),-έϊστος (AP). On κτέρεα κτερεΐζειν Mylonas AmJArch. 52, 56ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Here also κτέρες νεκροί H., prob. constructed backformation (Solmsen IF 3, 98; against this Fraenkel Nom. ag. 1, 68); further prob. Πολύ-κτωρ (Hom.; after it Γανύ-κτωρ Plu., Paus.) as "much-spender" (Fraenkel l.c. with Solmsen; diff. [to κτάομαι] Schulze Kl. Schr. 79). Quite uncertain διάκτορος, s. v. No etymology; wrong ideas in Bq. S. also Arena, Ist. Lomb. 98 (1964) 3-32.
Page in Frisk: 2,34

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κτέρας — κτέρας, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) 1. κτήση, κτήμα, ιδιοκτησία 2. δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η σύνδεση τής λ. με τον τ. κτήμα όσο και η αναγωγή της σε θ. κτερ «καίω». Ο τ. κτέρας μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ… …   Dictionary of Greek

  • κτέρας — possession neut nom/voc/acc sg κτέρᾱς , κτέρεα funeral gifts masc/fem acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • хорона — хоронить, похоронить, похороны мн., укр. хоронити хранить, хоронить , блр. харанiць, ахарона охрана , др. русск. хоронити, ст. слав. хранити φυλάττειν (Остром., Клоц., Супр.), болг. храня кормлю , храна пища, еда , сербохорв. хранити, хра̑ни̑м… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ακτερής — ἀκτερής ( οῡς), ές (Α) ο ακτέριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κτερής < κτέρας «κτήμα, δώρο»] …   Dictionary of Greek

  • διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… …   Dictionary of Greek

  • επικτερεΐζω — ἐπικτερεΐζω (Α) αποδίδω νεκρικές τιμές, κηδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κτερεΐζω (< κτέρας, πληθ. κτέρεα «νεκρικά δώρα») …   Dictionary of Greek

  • κτέρεα — κτέρεα, τὰ (Α) 1. τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν μαζί με τον νεκρό προς τιμήν του («πολλοῑς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης», Μόσχ.) 2. επικήδειες τιμές 3. τα σάβανα, τα υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τον νεκρό («ἐνὶ… …   Dictionary of Greek

  • κτέρισμα — Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή… …   Dictionary of Greek

  • νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”